Ελληνικός Κινηματογράφος : Όταν ο Δράκος αναδείχθηκε η πιο καλή ταινία στην ιστορία Ημερομηνία:
14/4/2021, 06:14 - Εμφανίσεις: 57
Όταν μια ελληνική ταινία κατορθώνει να γίνει σημείο αναφοράς ακόμα και σε σχολικά βιβλία, τότε είναι σαφές ότι η αξία της δεν είναι μόνο καλλιτεχνική, αλλά και πολιτισμική και ιστορική.
Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η ταινία «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου αναφερόταν στα βιβλία της ιστορίας της Γ’ Λυκείου, ως μια ταινία που αποτύπωνε ρεαλιστικά την ελληνική μεταπολεμική κοινωνία.
Η ταινία γυρίστηκε το 1955 και ο Νίκος Κούνδουρος, την σκηνοθέτησε ενώ δεν είχε καν κλείσει τα 30 του χρόνια.
Μετά από μια επίπονη και μακρά συζήτηση που είχε με τον συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον πείθει να γράψει ένα σενάριο για μια ταινία, που θα παρουσίαζε χωρίς ακρότητες την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια πραγματικότητα στην οποία κυριαρχούσε η φτώχια, η μιζέρια, αλλά και το αστυνομοκρατούμενο κράτος.
Ο Καμπανέλλης αξιοποιεί στο έπακρο το λογοτεχνικό του ταλέντο και δίνει στον Κούνδουρο ένα πραγματικό αριστούργημα, που ο τελευταίος έπρεπε να αποδώσει αριστοτεχνικά στον κινηματογραφικό φακό.
Όσο κι αν η πρόκληση φάνταζε – και ήταν – μεγάλη, ο Κούνδουρος τα κατάφερε.
Με την πρώτη ματιά, η ταινία «Ο Δράκος» είναι μια ιστορία για την ανθρώπινη ματαιοδοξία και τη μοναξιά.
Πάντως, εάν κανείς τη μελετήσει πιο προσεκτικά, διαπιστώνει ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω.
Είναι μια ταινία που δεν νοιάζεται μονάχα για τη ματαιοδοξία και τη μοναξιά, νοιάζεται και γι’ αυτό που την προκαλεί.
Και ως μια ταινία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου που ζει στην Ελλάδα μετά το Β’ Παγκόσμιο και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, αναζητά και βρίσκει τα αίτια αυτά στην κοινωνία.
Το αστυνομικό κράτος, η απομόνωση και η αποξένωση είναι για τον Κούνδουρο τα θέματα της ταινίας.
Και όλα αυτά, τα αποτύπωσε ιδανικά με τη βοήθεια ενός σπουδαίου Έλληνα ηθοποιού, που ήταν ο πρωταγωνιστής της, του Ντίνου Ηλιόπουλου.
Για πολλούς, ήταν η κορυφαία ερμηνεία τής μεγάλης καριέρας του Ηλιόπουλου, μια ερμηνεία από αυτές που δεν είχε δείξει ξανά – και δεν έδειξε ούτε αργότερα – στο ελληνικό κοινό.