Συνεχίζοντας την εξέταση των χρήσεων του όρου όσιος στο λεξιλόγιο των αρχαίων Ελλήνων, διαπιστώνουμε ότι η λέξη αυτή απαντά ως αντίθετο όχι μόνο του επιθέτου ιερός –όπως σημειώσαμε στο τελευταίο άρθρο μας– αλλά και των συνώνυμων επιθέτων ανίερος, άναγνος, ανόσιος, μιαρός, όταν άπτεται ζητημάτων θρησκευτικής ηθικής και συμπεριφοράς. Στις περιπτώσεις αυτές το υπό εξέταση επίθετο έχει την έννοια του ευσεβούς ή ευλαβούς. Αυτό που αξίζει εντέλει να συγκρατήσουμε από τα ανωτέρω είναι ότι η λέξη όσιος δηλώνει πάντα το μη προσβλητικό ή ενοχλητικό για τους θεούς, το θρησκευτικώς ακίνδυνο. Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, το ρήμα αφοσιούμαι (ο ενεργητικός τύπος αφοσιόω/αφοσιώ, από+όσιος) σημαίνει εξαγνίζω ή αποκαθαίρω τον εαυτό μου από τις αμαρτίες μου (εξαιτίας της παραμελήσεως των καθηκόντων μου προς το θείον, τη θεία ύπαρξη), ενώ η φράση αφοσιούμαι τω θεώ σημαίνει προσφέρω εξιλαστήριες θυσίες στο θεό. Δύο άλλες λέξεις που συμπεριλαμβάνονται στο αρχαιοελληνικό θρησκευτικό λεξιλόγιο και αξίζουν την προσοχή μας είναι τα επίθετα αγνός και άγιος, και τα δύο δασυνόμενα. Οι ομόρριζοι αυτοί τύποι
Διαβάστε περισσότερα |