Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Το ειδικό λεξιλόγιο της θρησκείας (Μέρος Γ') Ημερομηνία:
Σήμερα 18/11/2025, 10:04 - Εμφανίσεις: 5
Συνεχίζοντας την εξέταση των χρήσεων του όρου όσιος στο λεξιλόγιο των αρχαίων Ελλήνων, διαπιστώνουμε ότι η λέξη αυτή απαντά ως αντίθετο όχι μόνο του επιθέτου ιερός –όπως σημειώσαμε στο τελευταίο άρθρο μας– αλλά και των συνώνυμων επιθέτων ανίερος, άναγνος, ανόσιος, μιαρός, όταν άπτεται ζητημάτων θρησκευτικής ηθικής και συμπεριφοράς.
Στις περιπτώσεις αυτές το υπό εξέταση επίθετο έχει την έννοια του ευσεβούς ή ευλαβούς.
Αυτό που αξίζει εντέλει να συγκρατήσουμε από τα ανωτέρω είναι ότι η λέξη όσιος δηλώνει πάντα το μη προσβλητικό ή ενοχλητικό για τους θεούς, το θρησκευτικώς ακίνδυνο.
Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, το ρήμα αφοσιούμαι (ο ενεργητικός τύπος αφοσιόω/αφοσιώ, από+όσιος) σημαίνει εξαγνίζω ή αποκαθαίρω τον εαυτό μου από τις αμαρτίες μου (εξαιτίας της παραμελήσεως των καθηκόντων μου προς το θείον, τη θεία ύπαρξη), ενώ η φράση αφοσιούμαι τω θεώ σημαίνει προσφέρω εξιλαστήριες θυσίες στο θεό.
Δύο άλλες λέξεις που συμπεριλαμβάνονται στο αρχαιοελληνικό θρησκευτικό λεξιλόγιο και αξίζουν την προσοχή μας είναι τα επίθετα αγνός και άγιος, και τα δύο δασυνόμενα.
Οι ομόρριζοι αυτοί τύποι (ρίζα αγ-, δασυνόμενη) συνδέονται σε γενικές γραμμές με την έννοια της ιερότητας και του θρησκευτικού σεβασμού, αλλά παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες ιδιομορφίες.googletag.cmd.push(function() { googletag.display("300x250_m1"); }); Το επίθετο αγνός, κατά πρώτον, που σχετίζεται ετυμολογικώς με το ρήμα άζω/άζομαι (σέβομαι, φοβάμαι), χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό θεών (στον ποιητικό λόγο και ενίοτε στη λατρεία) αλλά και ανθρώπων (στον πεζό λόγο).
Στην πρώτη περίπτωση σημαίνει σεβαστός, στη δεύτερη ευσεβής, θρησκευτικώς καθαρός, αμόλυντος.
Η διττή αυτή σημασία του, ενεργητική αλλά και παθητική, είναι αντίστοιχη με εκείνη του επιθέτου αιδοίος (σεβάσμιος, θεωρούμενος μετά φόβου και σεβασμού, αλλά και ευσεβής, αιδήμων).
Επιπροσθέτως, οι παλαιότεροι ποιητές χρησιμοποιούσαν τον όρο αγνός για να δηλώσουν, μεταξύ άλλων, έναν τόπο, ένα αντικείμενο ή μια τελετή που ήταν αφιερωμένη στους θεούς.