Διεύρυνση των γλωσσικών σας... οριζόντων
Ημερομηνία:
2/4/2011, 22:08 - Εμφανίσεις: 724
ΛÎξεις που δεν υπάÏχουν στα λεξικά που κυκλοφοÏοÏν και... "δεν υπάÏχουν" γενικώς!
Αθλιόφυτο, το
Διακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηÏεσίες, Ï„Ïάπεζες και άλλους χώÏους δημόσιας χÏήσης που κανείς δε φÏοντίζει και γι αυτό Îχει τα μαÏÏα του τα χάλια. Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του ΚαÏυωτάκη οφείλεται στην παÏουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηÏεσία όπου εÏγαζόταν στην Î ÏÎβεζα.
ΑπλυτήÏι, το
Το ποτήÏι που αφήνουμε δίπλα στο νεÏοχÏτη για να πίνουμε νεÏÏŒ ώστε να μη βγάζουμε καθαÏÏŒ από το ντουλάπι κάθε φοÏά. Îα σημειωθεί ότι η λÎξη δεν Îχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από Îνα, τότε λÎγονται σκÎτο «άπλυτα ποτήÏια».
ΑφαναÏοψία, η
Οφθαλμολογική πάθηση οÏισμÎνων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο και το ποÏτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωÏοÏνται αποχÏώσεις του Ï€Ïάσινου, οπότε δεν Ï€ÏοκÏπτει λόγος να σταματήσουν.
Î’Ïομιλί, το
ΧÏώμα που Îχει πάψει να είναι χÏώμα και είναι απλώς βÏόμικο, το χÏώμα της βÏομιάς. Δεν αγόÏασε τα μπεζ σουÎντ παποÏτσια γιατί σε λίγους μήνες θα γινόντουσαν βÏομιλί.
Γεωμυλοφοβία, η
(ΜαγειÏική) Ο φόβος μήπως καθαÏίσεις υπεÏβολικά πολλÎÏ‚ ή υπεÏβολικά λίγες πατάτες όταν θÎλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουÏÎ.
Γκαλαξίλα, η
Η χαÏνωση και η κατατονία που σε πιάνει όταν ακοÏÏ‚ Γκάλαξι FM για πάνω από δυο ÏŽÏες. Πολλά θανατηφόÏα δυστυχήματα στις εθνικÎÏ‚ οδοÏÏ‚ οφείλονται σε γκαλαξίλα.
ΓουστÎλλειψη, η
Η επιστημονικά ανεξήγητη πάθηση από την οποία υποφÎÏουν οÏισμÎνοι συνάνθÏωποί μας κατά την οποία νομίζουν ότι το λαχανί συνδυάζεται επιτυχώς με το κόκκινο της φωτιάς ή, εδώ που τα λÎμε, με οποιοδήποτε άλλο χÏώμα.
ΔεγÏάφυλοι, οι
Ο στόλος των στυλό που φυλάμε στη μολυβοθήκη μας, παÏότι Îχουν πάψει από καιÏÏŒ να δουλεÏουν. Έχει παÏατηÏηθεί πως κάθε φοÏά που Ï€ÏÎπει να γÏάψουμε στα γÏήγοÏα κάποιο τηλÎφωνο ή μια άλλη πληÏοφοÏία, πιάνουμε δεγÏάφυλο και τσαντιζόμαστε, οπότε μας ÎÏχεται να τους πετάξουμε. ΠαÏαδόξως όμως, δεν τους πετάμε αλλά τους ξανατοποθετοÏμε στη θÎση τους.
Δολιοκλωστή, η
Ύπουλη κλωστοÏλα που κÏÎμεται από κάποιο είδος ÏÎ¿Ï…Ï‡Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ που μόλις Ï„Ïαβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ÏοÏχο.
Επισκεπτολογίες, οι
Οι δικαιολογίες που εκφÏάζουμε για το χάος που επικÏατεί σπίτι μας σε επισκÎπτη Ï€ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Ï€Ïολάβει εκείνος να πει τίποτα. "Συγνώμη για το χάος που βλÎπεις αλλά δεν Ï€Ïόλαβα να μαζÎψω", είπε ο Î ÎÏ„Ïος χωÏίς καμιά πειστικότητα.
ΖαÏχίδης, ο
Αυτός που κουνά τα ζάÏια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει Ï„Ïισάγιο κα. εκνευÏίζοντας μÎχÏι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες του. ΖαÏχιδιά. "Αν είναι ν' αÏχίσεις τις συνηθισμÎνες ζαÏχιδιÎÏ‚ σου, θα παίξω με τον Μπάμπη", Ï€Ïοειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του στο καφενείο.
ΗμιαλεξιβÏÎχομαι, Ï. αμετβ.
ΜοιÏάζομαι με κάποιον την ίδια ομπÏÎλα, Î±Ï†Î¿Ï Ï…Ï€Î¬Ïχει μόνο μία, οπότε καταλήγουμε κι οι δÏο να Îχουμε από Îνα βÏεγμÎνο ώμο, αλλά γινόμαστε καλÏτεÏοι φίλοι.
ΙσοÏÏοπητήÏι, το
Αυτό το κάτι (καπάκι μπÏÏας, πετÏοÏλα, ξυλαÏάκι) που επιστÏατεÏουμε για να φÎÏουμε Îνα Ï„ÏαπÎζι που Ï„Ïαμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβεÏνάκια. "Θα μας φÎÏετε Ï€Ïώτα λίγο νεÏÏŒ κι Îνα ισοÏÏοπητήÏι;"
ΚαμικαζÎντομο, το
Έντομο, κυÏίως μυγάκι, που Îχει ταχθεί να αυτοκτονήσει μÎσα στον καφΠσου ή στο κÏασί σου και δε λÎει να φÏγει μÎχÏι να Ï€Îσει μÎσα. ΟÏισμÎνα καμικαζÎντομα Îχουν ως σκοπό ζωής να εξεÏευνήσουν τα ÏουθοÏνια σου.
ΚοτοχαÏά, η
Η χαÏά όταν σε γεÏμα με κοτόπουλο σου δίνουν το κομμάτι που σου αÏÎσει. "Αχ! Τι κοτοχαÏά, μου Îπεσε το μποÏτι"
ΚÏετινεÏωτήσεις, οι
ΕÏωτήσεις με πασίδηλες απαντήσεις που συνηθίζουν να κάνουν οι δημοσιογÏάφοι σε δÏσμοιÏους πολίτες. Οι εν λόγω εÏωτήσεις καταδεικνÏουν πεÏίτÏανα ότι οι δημοσιογÏάφοι Îχουν IQ φÏυγανιάς. Î .χ. Σε κάποιον που μόλις Îχει Ï€Îσει από τον Îκτο ÏŒÏοφο: Πονάτε; Σε κάποιον που μόλις Îχασε μάνα, πατÎÏα, Ï„Ïία αδÎÏφια και το σκυλάκι του σε αυτοκινητιστικό: Î ÏŽÏ‚ αισθάνεστε;
ΚτελοντοÏÏι, το
Το είδος ελεεινής μουσικής που σε κÏατά ξÏπνιο σε νυχτεÏινά ταξίδια με τα ΚΤΕΛ. Το μεγαλÏτεÏο μÎÏος της άγÏυπνης νÏχτας το πεÏνάς αναÏωτώμενος πώς είναι δυνατόν ο οδηγός να είναι στα ντουζÎνια του στις 4 η ÏŽÏα το Ï€Ïωί.
ΛακκουβάÏαθÏα, τα
ΛακκοÏβες γεμάτες νεÏÏŒ στους αθηναϊκοÏÏ‚ δÏόμους οι οποίες μποÏεί και να αποτελοÏν Ï€Ïλες εισόδου στα Îγκατα του Άδη, οπότε καλό είναι να τις παÏακάμπτετε και όχι να πατάτε μÎσα τους.
ΜατισκÏψιμο, το
Η ανόητη, ανώφελη συνήθεια να σκÏβουμε Ï€Îντε εκατοστά το κεφάλι όταν πεÏνάμε μπÏοστά από άλλους θεατÎÏ‚ σε σινεμά ή θÎατÏο ώστε να φτάσουμε στη θÎση μας, λες και ο υπόλοιπος όγκος μας φάτσα φόÏα δεν τους ενοχλεί.
ΜελλοχÏήσιμο, το
Αντικείμενο πασιφανώς άχÏηστο το οποίο το φυλάω κάπου γιατί ίσως στο μÎλλον φανεί χÏήσιμο. Αποτελεί συμπαντικό κανόνα ότι τα μελλοχÏήσιμα, όταν τελικά τα χÏειαστοÏμε στο μÎλλον, ποτΠδε θυμόμαστε Ï€Î¿Ï Ï„Î± Îχουμε βάλει.
Μυξοδιαγνωστική, η
Το να φυσάς τη μÏτη σου και μετά να κοιτάζεις το μαντήλι για να δεις τι εξήλθε, ίσως τελώντας υπό την πεποίθηση ότι κατ’ αυτόν τον Ï„Ïόπο θα διαγνώσεις Ï„ÏομεÏά Ï€Ïάγματα για την υγεία σου ή θα αντικÏίσεις κάτι Ï€ÏωτόγνωÏο.
ÎεÏουÏÏŽ, Ï. αμετβ.
Μου ÎÏχεται να κάνω τσίσα μου όταν Ï„ÏÎχει η βÏÏση, ειδικά δε την ÏŽÏα που ξυÏίζομαι.
Ξενογαμία, η
Το να πηδιÎσαι με ξÎνους/ες σε νησιά της Ελλάδας το καλοκαίÏι και να το ευχαÏιστιÎσαι. Η ξενογαμία το χειμώνα δεν Îχει την ίδια αίσθηση, εκτός εάν Ï€Ïόκειται για συνÎδÏιο στο ΠαÏίσι ή τη ΦÏανκφοÏÏτη.
ΞοÏÏλο, το
Το κατώτεÏο ζωικό είδος Χαζογκόμενους Ξάνθους Ξάνθους, συγγενÎÏ‚ με την αμοιβάδα, που απαντάται σε Ï€ÏωινÎÏ‚ τηλεοπτικÎÏ‚ εκπομπÎÏ‚ και που αναπαÏάγεται σαν κουνÎλι, δυστυχώς όμως δεν είναι εξίσου νόστιμο. Το κυνήγι του ζώου Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎµÏ€Î¹Ï„ÏÎπεται όλο το χÏόνο επειδή ο πληθυσμός του Îχει αυξηθεί υπεÏβολικά και απειλεί την καλλιÎÏγεια του τόπου (την πνευματική).
ΟυÏαλπισία, η
Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία πεÏιÎÏχεται κανείς όταν για πολλοστή φοÏά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλÎξει την πιο γÏήγοÏη ουÏά σε σοÏÏ€ÎµÏ Î¼Î¬Ïκετ ή Ï„Ïάπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείς της ζωής του (λ.χ. ΕμÎνα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντÎμης κ.ο.κ.).
Πουπήγιο, το
Οποιοδήποτε λιλιποÏτειων διαστάσεων εξάÏτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.α.) αφαιÏÏŽ από ηλεκτÏική ή ηλεκτÏονική συσκευή την ÏŽÏα που την επισκευάζω, το οποίο μου Ï€Îφτει από τα χÎÏια και μετά πεÏνάω το υπόλοιπο μισάωÏο ψάχνοντάς το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δÏσκολο να το βÏω. Ο Αντώνης είδε το πουπήγιο να του γλιστÏάει από το Ï„ÏαπÎζι και κοίταξε αμÎσως να δει Ï€Î¿Ï Ï€Î¬ÎµÎ¹ αλλά δεν Ï€Ïόλαβε, οπότε καταÏάστηκε την Ï„Ïχη του και Îπεσε στα γόνατα να το βÏει.
ΠωλητεÏω, Ï. μετβ.
ΕσφαλμÎνα θεωÏÏŽ πελάτη καταστήματος ως πωλητή, οπότε τον Ïωτάω Ï€Î¿Ï ÎµÎ¯Î½Î±Î¹ η μαγιονÎζα ή πόσο κάνει το μπλε κηÏοπήγιο κι εκείνος αγÏιοκοιτώντας μου λÎει ότι δε δουλεÏει εδώ. "Αχ συγνώμη, σας πωλήτευσα!"
ΡαμπωτÎÏ‚, οι
ΚομμωτÎÏ‚ που Îχουν το τακτ και την ευαισθησία του Ράμπο σε εξόÏμηση στο Βιετνάμ και που σε κουÏεÏουν όπως θÎλουν εκείνοι παÏά τα δάκÏυά σου. Οι ΡαμπωτÎÏ‚ αξίζουν να πάθουν ÏŒ,τι Îπαθε η καÏιÎÏα του ΣυλβÎÏƒÏ„ÎµÏ Î£Ï„Î±Î»ÏŒÎ½Îµ.
Ριαλόνειδος, το
Η άφατη, αβάσταχτη ντÏοπή αν δεις συγγενή σου, Îως και Ï„Ïίτου Î²Î±Î¸Î¼Î¿Ï ÏƒÎµ Ïιάλιτι σόου.
ΣκουπευκαιÏία, η
Όταν, κατά το σκοÏπισμα με ηλεκτÏική σκοÏπα, πεÏνάω Îνα κομμάτι χνοÏδι ή κλωστοÏλα τουλάχιστον δÎκα φοÏÎÏ‚ με τη σκοÏπα αλλά δεν το Ïουφάει, οπότε τελικά σκÏβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναÏίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιÏία στη σκοÏπα να το πιάσει.
ΣφουγγαÏοπεÏπατώ, Ï. αμετβ.
Το γελοίο και εντελώς ανώφελο βάδισμα που υιοθετοÏν όσοι Ï€ÏÎπει να πεÏάσουν πάνω από μια επιφάνεια που μόλις Îχει σφουγγαÏιστεί, πεÏπατώντας ελαφÏÏŽÏ‚ στα νÏχια. Ας σημειωθεί ότι σφουγγαÏοπεÏπατάμε μόνο αν είναι παÏοÏσα η καθαÏίστÏια.
ΤÏαπεμαντησκίστης, -στÏια
ΆνθÏωπος που για εντελώς ανεξήγητους λόγους επιτίθεται μετά μανίας στα πλαστικά Ï„Ïαπεζομάντιλα εστιατοÏίων και τα κάνει χίλια κομμάτια ενόσω Ï„Ïώει (συνήθως όμως Ï€ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Î¾ÎµÎºÎ¹Î½Î®ÏƒÎµÎ¹ ή Î±Ï†Î¿Ï Ï„ÎµÎ»ÎµÎ¹ÏŽÏƒÎµÎ¹).
ΤσουÏουφλάθομαι, Ï. αμετβ.
Κάθομαι αμÎÏιμνα και απεÏίσκεπτα σε πλαστικό κάθισμα αυτοκινήτου που ήταν παÏκαÏισμÎνο στις 3 η ÏŽÏα το μεσημÎÏι σε παÏαλία χωÏίς σκιά.
ΥδÏοτηλÎφωνο, το
Τηλεφωνική συσκευή που είναι Ï€ÏογÏαμματισμÎνη να χτυπά δυο λεπτά αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδÏοτηλÎφωνο είναι επίσης Ï€ÏογÏαμματισμÎνο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νεÏά Ï€Î±Î½Ï„Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ κινδυνεÏεις από πνευμονία.
Υπουλεγγίζω, Ï. μετβ.
Î Ïοσπαθώ να Ï€Ïοσεγγίσω κάποιον που με ενδιαφÎÏει εÏωτικά σε πάÏτι ή άλλη κοινωνική πεÏίσταση χωÏίς όμως να αποκαλÏψω το ενδιαφÎÏον μου και γίνω Ïεζίλι σε πεÏίπτωση που το ενδιαφÎÏον δεν είναι αμοιβαίο. Η ΛÎνα υπουλÎγγιζε τον Τάσο όλο το βÏάδυ, αλλά το Îκανε τόσο Ï€Ïοσεκτικά που εκείνος δεν πήÏε χαμπάÏι κι Îτσι τον κÎÏδισε μια ξÎκωλη που του τα ÎÏιξε χÏμα.
ΦυσοτÏώω, Ï. μετβ.
Όταν από τη λαιμαÏγία μου Ï€Ïοσπαθώ να φάω κάτι που ακόμα αχνίζει και το βάζω στο στόμα μου οπότε αναγκάζομαι να κÏατάω το στόμα μου ανοιχτό και να φυσάω και να ξεφυσάω ελπίζοντας να δημιουÏγήσω ÏεÏματα αÎÏος που θα ψÏξουν την άτιμη μπουκιά μου. Ενίοτε βγάζω και άναÏθÏους ήχους, οι πιο ηλίθιοι δε, κουνοÏν την παλάμη τους μπÏοστά απ’ το στόμα, λες κι αυτό βοηθάει.
Χεστικός, -η, -ο
Οποιοδήποτε ανάγνωσμα (πεÏιοδικό, εφημεÏίδα, βιβλίο, οι οδηγίες στη συσκευασία της χλωÏίνης ή του σαμπουάν) που φυλάσσεται στην τουαλÎτα Ï€Ïος χÏήση κατά την ÏŽÏα της αφόδευσης. Ο Φαίδων είχε ήδη διαβάσει όλα τα χεστικά, ακόμη και τα τασιενεÏγά συστατικά του Τάιντ, και μετάνιωσε που δεν είχε πάÏει μαζί του την εφημεÏίδα.
ΧοÏτάγχος, το
Το άγχος που σε κυÏιεÏει την ÏŽÏα που Ï„Ïως Ï€Ïαγματικά εξαίσια φαγητά μήπως χοÏτάσεις Ï€ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Ï€Ïολάβεις να τα δοκιμάσεις όλα. "Μην χοÏταγχώνεσαι βÏε ÎεκτάÏιε, θα ξανάÏθουμε!"
Ψευδοπτώματα, τα
Το είδος αθώων ψεμάτων που αναγκάζεσαι να πεις σε όποιον ζητά τη γνώμη σου για κάτι που φοÏά αλλά δεν μποÏείς να του πεις στα ίσα ότι είναι άθλιο διότι δεν τον ξÎÏεις αÏκετά καλά.
ΨυγγιÎÏ‚, οι
Οι φωνÎÏ‚ του πεÏιπτεÏά να κλείσεις το ψυγείο.
[attachment=1680:LOLx4.jpg]
|
|
|