«Γιε μου, γιε μου» ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσε από τη μητέρα του όταν ξεψυχούσε.
Ο σολίστας που συνέδεσε τον ήχο του μπουζουκιού του με τα περισσότερα έργα του Θεοδωράκη έζησε μια ζωή σκληρή αλλά που τη φώτισε η τέχνη του ανυπέρβλητου μουσικοσυνθέτη.
Το όνομά σας έχει συνδεθεί με τον μεγάλο Μίκη που αποχαιρετούμε για πάντα σήμερα.
Από πού ξεκινάει η πορεία της ζωής σας; Γεννήθηκα το 1937 και μεγάλωσα στην Κοκκινιά.
Θυμάμαι, έπαιζα αμέριμνος έξω στον δρόμο και σε μια απόσταση 50 μέτρων έπεσε μια οβίδα σε ένα σπίτι.
Σκοτώθηκε η μητέρα δύο παιδιών.
Εγινε κομμάτια.
Η γάμπα της έσκασε μπροστά μου.
Είναι μια άσχημη εποχή που δεν θέλω να τη θυμάμαι.
Χάσατε και τη δική σας μητέρα τότε.
Ναι, και ήταν μόλις 25 χρόνων.
Εβγαινε το απόγευμα με τα άλλα κορίτσια έξω στη γειτονιά για να κάνουν παρέα.
Εκείνο το απόγευμα άρχισε να τους λέει: «Ξύπνησα από ένα πάρα πολύ άσχημο όνειρο.
Εβλεπα στον ύπνο μου ότι με έτρωγαν τα σκουλήκια».
Μόλις τελείωσε τη φράση της έπεσε κάτω.
Την είχε πυροβολήσει – χωρίς κανέναν απολύτως λόγο – ένας γερμανοτσολιάς.
Σοκαρίστηκα, δεν έκλαψα καθόλου.
Την έφεραν σπίτι, ξεψυχούσε και φώναζε «τον γιο μου, τον γιο μου».
Συγκινείστε ακόμα και τώρα που το περιγράφετε.
Το κουβάλησα και το κουβαλάω ακόμα αυτό το τραύμα.
Μεγάλωσα με τη γιαγιά μου, η οποία ήταν πολύ μεγάλη γυναίκα, και με τους δύο θείους μου.
Ο πατέρας μου ήταν εξορία στα νησιά.
Με υποστήριξαν πάρα πολύ οι θείοι, οι οποίοι ήταν λίγο μεγαλύτεροι από μένα.
Στο σχολείο όμως μου βγήκε θυμός, άρνηση.
Δεν ήθελα καθόλου να διαβάζω.
Ηταν όλα μαύρα γύρω μου.
Ερχόντουσαν οι γονείς των παιδιών για να ρωτήσουν για την πρόοδό τους και για μένα δεν έχει έρθει ποτέ κανείς.
Από ‘κεί άρχισε το μεγάλο μαράζι.
Με το ζόρι πήγα μέχρι την Πέμπτη Τάξη.
Ο θείος μου ήταν επαγγελματίας στο μπουζούκι, έπαιζε σε κάποιο κέντρο της Κοκκινιάς, και εγώ του το πηγαινόφερνα.
Τότε ήταν μεγάλη ντροπή να κουβαλάς μπουζούκι.
Πώς το κουβαλούσατε; Το είχε τυλιγμένο σε έναν μουσαμά.
Η απόσταση από το σπίτι μέχρι το μαγαζί ήταν ενάμισ...