Στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου, σε απόσταση λίγων μόλις χιλιομέτρων νοτιοανατολικά από την πόλη του Ηρακλείου, είναι ένας αρχαιολογικός χώρος με παγκόσμια ακτινοβολία, η Κνωσός, ο τόπος με το φημισμένο μινωικό ανάκτορο.
Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, η Κνωσός αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, γιου του Δία και της Ευρώπης, που υπήρξε άριστος ηγεμόνας και θεμελιωτής της θαλασσοκρατορίας των Κρητών.
Είναι γνωστή, εξάλλου, η μυθολογική σύνδεση του Λαβύρινθου της Κνωσού με τον Μινώταυρο, τον Θησέα, τον Ίκαρο και τον Δαίδαλο.
Η περιοχή της Kνωσού κατοικήθηκε αδιάλειπτα από τα τέλη της 7ης χιλιετίας π.Χ.
έως τους Ρωμαϊκούς Χρόνους, γνώρισε δε την ύψιστη ακμή της κατά τη Μινωική Περίοδο (2000-1350 π.Χ.), όταν η πόλη της Κνωσού αποτέλεσε το σημαντικότερο κέντρο του μινωικού πολιτισμού, αλλά και το πολυπληθέστερο οικιστικό κέντρο της μεγαλονήσου.
Οι οικιστικές φάσεις της Νεολιθικής Εποχής εντοπίστηκαν σε μεγάλο βάθος κάτω από την κεντρική αυλή του μινωικού ανακτόρου.
Η σταδιακή οικονομική και πολιτική εξέλιξη που κατεγράφη στην Κνωσό κατά την Εποχή του Χαλκού οδήγησε στην ίδρυση του πρώτου ανακτόρου περί το 2000 π.Χ.
Το πρώτο αυτό ανάκτορο της Kνωσού (τα λεγόμενα Παλαιά Ανάκτορα) καταστράφηκε γύρω στο 1700 π.X.
συνεπεία πιθανώς ενός μεγάλου σεισμού.
Ακολούθησε η οικοδόμηση του δεύτερου ανακτόρου (τα λεγόμενα Nέα Aνάκτορα), που κι αυτό καταστράφηκε με τη σειρά του γύρω στο 1450 π.X.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ό,τι σώζεται σήμερα ανήκει στη Nεοανακτορική Περίοδο, δηλαδή στο ανάκτορο που χτίστηκε μετά από την καταστροφή του 1700 π.X.
Πέραν του πολύπλοκου, πολυώροφου και δαιδαλώδους ανακτόρου, κατά τους Μινωικούς Χρόνους κατασκευάστηκαν στην Κνωσό πολυτελείς ιδιωτικές οικίες και έργα υποδομής, ενώ αναπτύχθηκαν μεγάλα οικιστικά κέντρα, που διέμειναν ατείχιστα (όπως και τα ανάκτορα).
Ύστερα από τη μερική καταστροφή της Κνωσού, το 1450 π.Χ., εγκαταστάθηκαν στην πόλη Μυκηναίοι, οι οποίοι όμως δεν προέβησαν στην ανοικοδόμηση των ανακτόρων.