Όπως προαναφέραμε, η οδηγία του Ιερωνύμου για την κατά λέξη απόδοση (verbum e verbo) των κειμένων των Ιερών Γραφών κατέστη –προϊόντος του χρόνου και χάρη στο υψηλό κύρος της Βίβλου κατά την ύστερη αρχαιότητα– ο κανόνας για το σύνολο σχεδόν των μεταφράσεων, τόσο θρησκευτικού όσο και κοσμικού χαρακτήρα. Η νέα κυρίαρχη αντίληψη, η σαφής δηλαδή μετατόπιση του ενδιαφέροντος στην κατά λέξη μετάφραση, διαμορφώθηκε και ως απόρροια της ανάγκης να εκφραστεί, σε ορισμένα τουλάχιστον είδη κειμένων, η απόλυτη και ανόθευτη αλήθεια τους, κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο όταν ο μεταφραστής δίνει όλο του το βάρος στο γνωστικό πεδίο (στη γνώση των πραγμάτων) και όχι στο κομψό ύφος. Το καινούριο αυτό ιδανικό αποτυπώθηκε με ανάγλυφο τρόπο κατά τον 7ο αιώνα, σε κατά λέξη μεταφράσεις από την ελληνική στη λατινική, τη συριακή και την αρμενική. Με άλλα λόγια, κύριο χαρακτηριστικό της μεταφραστικής πρακτικής –αλλά και της λογοτεχνίας εν συνόλω– κατά την ύστερη αρχαιότητα υπήρξε η μετατόπιση από το σημαινόμενο προς το σημαίνον, δηλαδή από την έννοια προς τη γλωσσική μορφή με την οποία αυτή διαφαίνετα
Διαβάστε περισσότερα |