Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η μακεδονική διάλεκτος (Μέρος Α') Ημερομηνία:
5/12/2023, 11:20 - Εμφανίσεις: 173
Το ζήτημα της μακεδονικής διαλέκτου ως γλωσσικής μορφής της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας υπήρξε επί σειράν δεκαετιών ακανθώδες, καθώς ετίθετο υπό εντονότατη αμφισβήτηση η ένταξή της στις ελληνικές διαλέκτους.
Η μακροχρόνια αυτή διαμάχη οφειλόταν αφενός στην ανεπάρκεια του –πρώιμου κυρίως– επιγραφικού υλικού και αφετέρου σε εξωεπιστημονικούς παράγοντες, δηλαδή στα πολιτικοϊστορικά γεγονότα των δύο προηγούμενων αιώνων στη νότια Βαλκανική, καθώς και στις εδαφικές βλέψεις των λαών που κατοικούσαν στην περιοχή αυτήν.
Στις μέρες μας, μετά τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων 5 δεκαετιών και την εξεύρεση άφθονου επιγραφικού υλικού, η μακεδονική εξετάζεται κατά κανόνα στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων.
Πριν από οποιαδήποτε άλλη αναφορά μας στη γλώσσα των Μακεδόνων, κρίνουμε σκόπιμο να προσδιορίσουμε το γεωγραφικό χώρο στον οποίον εκείνη χρησιμοποιήθηκε.
Η περιοχή αυτή αντιστοιχεί σε γενικές γραμμές στα όρια του μακεδονικού βασιλείου επί Φιλίππου Β’ και σε μεγάλο βαθμό στην έκταση της ρωμαιοκρατούμενης Μακεδονίας (Provincia Macedonia).
Τούτο σημαίνει το χώρο που περικλείεται από την οροσειρά της Πίνδου προς δυσμάς και τον ποταμό Νέστο προς ανατολάς, από την Παιονία προς βορράν και το Ηράκλειον (την πρώτη μακεδονική πόλη μετά τα Τέμπη, στα σύνορα με τη Θεσσαλία, νυν κάστρο Πλαταμώνα) προς νότον.
Δεδομένων των πολυάριθμων επεκτατικών κινήσεων και αναγκαστικών μετακινήσεων ελληνόφωνων και μη φύλων στο χώρο της λεγόμενης Άνω και Κάτω Μακεδονίας κατά τους Ιστορικούς Χρόνους –σε αυτές αναφέρεται διεξοδικά ο Θουκυδίδης στο βιβλίο Ιστοριών Β–, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της περιοχής, τουλάχιστον έως τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., υπήρξε η γλωσσική ανομοιογένεια.
Από την εποχή αυτήν και μετά τα σωζόμενα επιγραφικά κείμενα είναι γραμμένα στην ελληνιστική κοινή, καθώς τα προαναφερθέντα φύλα εξελληνίστηκαν κατά τα φαινόμενα πλήρως και ίχνη του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος επιβίωσαν μόνο σε ανθρωπωνύμια (π.χ., θρακικής προελεύσεως).